Διάφορες μορφές φοβιών
Μορφές φοβιών υπάρχουν πάρα πολλές. Συνήθως, όμως, τις διαχωρίζουμε σε τρεις κύριες ομάδες. Ένα άτομο μπορεί να εμφανίσει περισσότερες της μίας φοβίες ταυτόχρονα:
Οι αγχώδεις διαταραχές, όπως είναι και οι φοβίες, εμφανίζονται κατά κανόνα στη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Για παράδειγμα, έχει καταδειχθεί πως οι περισσότερες περιπτώσεις κοινωνικής φοβίας εμφανίζονται για πρώτη φορά ανάμεσα στο 10ο και 20ο έτος της ηλικίας και πως η ύπαρξη κοινωνικής φοβίας αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης κατάθλιψης αργότερα στη ζωή.
Η αγοραφοβία και η κοινωνική φοβία είναι οι φοβίες που δημιουργούν τα περισσότερα και μεγαλύτερα προβλήματα στην καθημερινότητα ενός ατόμου. Η πρώτη θεωρείται ως η πλέον παραλυτική μορφή φοβίας καθώς μπορεί, κυριολεκτικά, να καθηλώσει ένα άτομο στο σπίτι του και, ως εκ τούτου, να του δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα με την εργασία, τις σπουδές και τις κάθε μορφής διαπροσωπικές του σχέσεις.
Συνήθη συμπτώματα
Όταν ένα άτομο εκτίθεται στο φοβικό του αντικείμενο ή σε μια φοβική του κατάσταση, τότε παρατηρούνται μία σειρά από σωματικές, συμπεριφορικές γνωστικές και συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει και σε μία έντονη κρίση άγχους/πανικού. Με άλλα λόγια, το σώμα καλείται να βρίσκεται σε πλήρη ετοιμότητα και να είναι προετοιμασμένο για άμεση αποφυγή και φυγή, όπως έκανε ο άνθρωπος όλα τα χρόνια της εξελικτικής του πορείας μπροστά σε ανάλογες καταστάσεις.
1. Σωματικές αντιδράσεις
Η ροή του αίματος προς τους μύες αυξάνεται κατά πολύ, όπως και ο καρδιακός ρυθμός. Παρατηρούνται, επίσης, μεταβολές στην αρτηριακή πίεση, εφίδρωση, ρίγη, κοκκίνισμα του προσώπου, διαστολή της κόρης των ματιών, δύσπνοια, σωματικός τρόμος, ξηροστομία κ.ά.
2. Συμπεριφορικές αντιδράσεις
Για παράδειγμα, η αποφυγή ή η φυγή από την κατάσταση που προκαλεί φόβο.
3. Γνωστικές αντιδράσεις
Για παράδειγμα, σκέψεις του τύπου «Τώρα θα πεθάνω», «Η αράχνη θα πηδήξει επάνω μου και θα πάθω μεγάλο κακό», «Θα λιποθυμήσω μέσα στον κόσμο και θα γίνω ρεζίλι» κ.ά.
4. Συναισθηματικές αντιδράσεις
Κινητοποιούνται πολλά και επώδυνα συναισθήματα όπως φόβος, θυμός, απόγνωση κ.ά.
Όταν τα συμπτώματα αυτά εμφανίζονται σε συνάρτηση με καθημερινές καταστάσεις, που δεν είναι αλλά βιώνονται ως «απειλητικές», τότε η ψυχική οδύνη είναι πολύ μεγάλη.
Συχνότητα εμφάνισης
Θεωρείται πως 7-15% του γενικού πληθυσμού εμφανίζει κάποια ειδική φοβία στη διάρκεια της ζωής του. Η εμφάνιση ποικίλει για τις διάφορες υποομάδες φοβιών. Διαφέρει ακόμα και η μέση ηλικία εμφάνισης μεταξύ των διαφόρων υποομάδων. Για παράδειγμα, ενώ η μέση ηλικία εμφάνισης της φοβίας για διάφορα ζώα είναι το 7ο έτος, για το φόβο του αεροπλάνου είναι το 22ο έτος.
Περισσότερες γυναίκες, απ΄ό,τι άνδρες, εμφανίζουν φοβίες για διάφορα έμψυχα όντα, καιρικά φαινόμενα και συγκεκριμένες καταστάσεις. Για αυτών των μορφών τις φοβίες, οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 75-90% των περιπτώσεων. Για φοβίες που σχετίζονται με τη θέα αίματος, ενέσεων ή τραυμάτων, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι το 55-70% των περιπτώσεων.
Γενικά, φαίνεται πως οι φοβίες εμφανίζονται 2-3 φορές συχνότερα στις γυναίκες απ΄ό,τι στους άνδρες.
Αγχώδη, όπως και χαμηλού εισοδήματος ή εκπαίδευσης άτομα αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ εκείνων που έχουν κοινωνική φοβία.
Επίσης, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως οι διάφορες φοβίες διαφέρουν σε συχνότητα εμφάνισης και μορφή στους διάφορους πολιτισμούς. Για παράδειγμα, και όσον αφορά στην κοινωνική φοβία, στην Ιαπωνία, ο φόβος εξευτελισμού κάποιου έχει ιδιαίτερη σημασία, ενώ στις Η.Π.Α. ο φόβος καταδίκης είναι συνηθέστερος.
Όσον αφορά στις ειδικές φοβίες, για παράδειγμα, στην Κίνα, ο φόβος μείωσης της θερμοκρασίας του σώματος είναι έντονος και σχετίζεται με την κινέζικη φιλοσοφία.
Όπως συμβαίνει με όλες τις ψυχικές διαταραχές, οι φοβίες είναι το αποτέλεσμα της συνέργειας βιολογικών παραγόντων και εμπειριών ζωής. Έρευνες που αφορούν διδύμους και υιοθετημένους δείχνουν πως υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις όσον αφορά στο γενετικό υπόβαθρο των φοβιών. Ταυτόχρονα, υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύουμε πως όλοι οι άνθρωποι λιγότερο ή περισσότερο είναι γενετικά προγραμματισμένοι για να φοβούνται συγκεκριμένα πράγματα ή καταστάσεις. Στην πορεία της ανθρώπινης εξέλιξης, ο φόβος π.χ. για τα φίδια ή τα έντομα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της πιθανότητας επιβίωσης. Αυτός είναι και ο λόγος που όλοι οι άνθρωποι έχουν μια γενετικά καθορισμένη ετοιμότητα/τάση φόβου απέναντι σε συγκεκριμένους κινδύνους. Ορισμένες φορές, αυτή η ετοιμότητα μπορεί να οδηγήσει και σε υπερβολικού τύπου αντιδράσεις, δηλαδή σε φοβίες. Αυτές οι υπερβολικές, λοιπόν, αντιδράσεις μπορεί να εμφανισθούν ακόμα και όταν αυτό που κάποιος φοβάται -για παράδειγμα, τα φίδια- δεν αποτελούν, πλέον, αντικειμενικά ιδιαίτερο κίνδυνο στις περισσότερες σύγχρονες κοινωνίες. Είναι απλά η κληρονομιά της εξέλιξης και της προϊστορίας μας.
Οι έρευνες καταδεικνύουν πως οι γενετικοί παράγοντες παίζουν κυρίαρχο ρόλο, κυρίως στην περίπτωση των ειδικών φοβιών για διάφορα ζώα. Όμως, οι γενετικοί παράγοντες από μόνοι τους δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν την ύπαρξη των διαφόρων φοβιών.
Σύμφωνα με τη θεωρία της μάθησης, οι διάφορες φοβικές αντιδράσεις είναι αποτέλεσμα μάθησης. Αν, για παράδειγμα, ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου μας εισπράτταμε μια ηλεκτρική εκκένωση, κάτι τέτοιο θα μας έκανε να νιώθουμε κάποιο φόβο και άγχος την επόμενη φορά που θα το επιχειρούσαμε.
Αρκετές φορές, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως διάφοροι φόβοι μπορούν να υιοθετηθούν διαμέσου παρατήρησης της συμπεριφοράς άλλων, π.χ. όταν ένα μικρό παιδί βλέπει τις αντιδράσεις των γονιών του απέναντι σε συγκεκριμένες καταστάσεις ή πράγματα. Ένας φόβος μπορεί, επίσης, να δημιουργηθεί και διαμέσου διαφόρων «κανόνων» ή προτροπών του τύπου «Μη πηγαίνεις σε χωράφια με υψηλά σπαρτά, μπορεί να υπάρχουν φίδια» ή «Αν δεν κοιμηθείς αμέσως, θα φωνάξω το γύφτο να σε πάρει, το γιατρό να σου κάνει μια ένεση κ.ά.».
Σύμφωνα με την κλασσική ψυχαναλυτική θεωρία, η φοβία είναι το αποτέλεσμα απωθημένων ενορμήσεων, δηλαδή απαγορευμένων ή ανεπίτρεπτων επιθυμιών, συναισθημάτων, διαθέσεων. Το άγχος που δημιουργείται εξαιτίας αυτής της ενδοψυχικής σύγκρουσης -δηλαδή από τη μία να θέλεις πολύ κάτι και από την άλλη να μη σου επιτρέπεται ή να μην τολμάς να το εκφράσεις- προβάλλεται σε κάποιο αντικείμενο ή κατάσταση και, με τον τρόπο αυτόν, μπορούμε να εκφράζουμε αυτά που βιώνουμε μέσα μας με έναν πιο «επιτρεπτό» και λιγότερο «επώδυνο» τρόπο.
Ως παράδειγμα, θα αναφέρω την περίπτωση μίας γυναίκας που εμφάνισε ξαφνικά μία εντονότατη φοβία ακόμα και στη θέα του οποιουδήποτε αιχμηρού αντικειμένου γιατί νόμιζε πως θα κάνει άθελά της κακό στο μικρό της γιο. Η ψυχοθεραπευτική προσπάθεια που ακολούθησε κατέδειξε πως η γυναίκα αυτή -που κακοποιούνταν και υποτιμούνταν συστηματικά από το σύζυγό της και για το λόγο αυτό έτρεφε δολοφονικά αισθήματα απέναντί του, τα οποία της ήταν ανεπίτρεπτο να συνειδητοποιήσει, πολύ περισσότερο δε να πραγματοποιήσει- τα πρόβαλε στο μικρό της γιο που έμοιαζε πολύ, τόσο εμφανισιακά όσο και ως προς τη συμπεριφορά στον πατέρα του. Η θέα και μόνο κάποιου αιχμηρού αντικειμένου -που μετατράπηκε σε φοβικό πλέον αντικείμενο- πυροδοτούσε αυτήν την ανεπίτρεπτη παρόρμησή της. Όσο οδυνηρό και αν ήταν αυτό, η φοβία αυτή αποτελούσε μία ενδιάμεση υποσυνείδητη συμβιβαστική «λύση» του ψυχισμού της, έτσι ώστε να είναι όχι μόνο λιγότερο επώδυνη αλλά και περισσότερο αποδεκτή για την ίδια.
Σύμφωνα με τη γνωστική θεωρία, το άγχος συνδέεται άμεσα με μια τάση του ατόμου να εστιάζεται στις αρνητικές πλευρές ενός βιώματος και να προεξοφλεί πως θα του συμβούν ανάλογες αρνητικές καταστάσεις και στο μέλλον. Για παράδειγμα, ορισμένα άτομα που έχουν βιώσει μια τραυματική εμπειρία με σκυλί εξελίσσουν μια φοβία για κάθε είδους σκυλί, ενώ κάποια άλλα άτομα με ανάλογες εμπειρίες δεν εμφανίζουν καμία φοβία. Θεωρείται πως τα άτομα που εξελίσσουν μία φοβία εστιάζουν στον κίνδυνο επανάληψης της τραυματικής τους εμπειρίας και για το λόγο αυτό φοβούνται.
Διάγνωση
Η διάγνωση γίνεται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια. Το άτομο θα πρέπει να συνειδητοποιήσει, μεταξύ άλλων, την υπερβολή του και πως διαχειρίζεται τη φοβία του με έντονο άγχος ή παντελή αποφυγή που, με τη σειρά τους, επηρεάζουν σημαντικά την καθημερινότητά τους.
Στα παιδιά, για να τεθεί η διάγνωση, η φοβία θα πρέπει να υπάρχει για τουλάχιστον 6 μήνες.
Θεραπευτική αντιμετώπιση
Οι φοβίες αντιμετωπίζονται κυρίως με κάποιου είδους ψυχοθεραπεία (γνωστική, έκθεσης, ψυχαναλυτική κ.τ.λ.).
Στη γνωστική θεραπεία, δίνεται έμφαση στο σπάσιμο των αρνητικών σκέψεων, όσον αφορά σε μια πιθανή μελλοντική έκθεση αυτού που φοβούνται.
Στην ψυχοθεραπεία έκθεσης, γίνεται μια προσεκτική προσπάθεια εξάσκησης στην έκθεση του ατόμου σε καταστάσεις που προκαλούν έντονη δυσφορία και άγχος. Για παράδειγμα, στην περίπτωση μιας φοβίας για τις αράχνες, η έκθεση μπορεί να αρχίσει με συζητήσεις για τις αράχνες που σταδιακά να καταλήξει στο να κρατήσει το άτομο μια ψεύτικη και, κατόπιν, ακόμα και μια αληθινή αράχνη στο χέρι του.
Στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, όπως προκύπτει και από την κλινική περίπτωση που προαναφέραμε, στόχος είναι η συνειδητοποίηση των αιτιών καθώς και η βίωση των συναισθημάτων που σχετίζονται με αυτές.
Η αντιμετώπιση των φοβιών με αντικαταθλιπτικά θεωρείται πως έχει νόημα μόνο στην περίπτωση που το άτομο έχει ταυτόχρονα και κατάθλιψη. Κατά κανόνα, τα φοβικά συμπτώματα επανεμφανίζονται μετά τη διακοπή της αντικαταθλιπτικής αγωγής.
Πηγή: www.i-psyxologos.gr
Του αρθογράφου
Μελέτες δείχνουν ΄ότι η υγεία των ανδρών φαίνεται να απειλείται από τη μακροχρόνια μοναξιά και τους συχνούς χωρισμούς.