Τα συναισθήματα είναι αισθητές συγκινήσεις σκόπιμες και προσαρμοστικής φύσης. Το άγχος είναι συναίσθημα που διεγείρεται όταν ο εαυτός μας βρίσκεται σε κίνδυνο και είναι ανάγκη να κάνουμε κάτι για αυτό.
Το άγχος είναι μια μη ειδική αντίδραση του σώματος σε κάθε απαίτηση που του γίνεται, δηλ., στο ρυθμό τον οποίο ζούμε ανά πάσα στιγμή. Όλα τα ζωντανά όντα είναι διαρκώς υπό συνθήκη άγχους και οτιδήποτε, ευχάριστο ή δυσάρεστο, που επιταχύνει την ένταση της ζωής, προκαλεί μια προσωρινή αύξηση του στρες, αναστατώνει το σώμα. Όπως ένα επώδυνο πλήγμα, έτσι κι ένα παθιασμένο φιλί μπορεί να είναι εξίσου αγχωτικό.
Ο επενδυτής που ανησυχεί για το χρηματιστήριο, ο εργαζόμενος ή ο αθλητής που τεντώνει τους μύες στο όριο, ο δημοσιογράφος που προσπαθεί να προλάβει μια προθεσμία, ο ασθενής που έχει πυρετό, όλοι βρίσκονται υπό κατάσταση άγχους. Αλλά και ο φίλαθλος που παρακολουθεί ένα ενδιαφέρον παιχνίδι και ο τζογαδόρος που ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι έχει χάσει το τελευταίο του ευρώ ή ότι έχει κερδίσει ένα εκατομμύριο ευρώ. Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, το άγχος δεν είναι μόνο νευρική ένταση ούτε το αποτέλεσμα κάποιας βλάβης. Ακόμα δε, το άγχος δεν είναι κάτι που πρέπει απαραιτήτως να αποφευχθεί. Συνδέεται με την έκφραση όλων των ενστίκτων μας και ακολουθείται από κάθε σκέψη ή ενέργειά μας. Εξάλλου, η πλήρης απαλλαγή από το άγχος είναι ο θάνατος.
Το άγχος ως σήμα μπορεί να λειτουργήσει μόνο όταν το παιδί έχει μάθει να προβλέπει το μέλλον. Το άγχος και η αίσθηση του χρόνου είναι αμοιβαία παραγόμενες τροπικότητες του ψυχισμού.
Το άγχος χαρακτηρίζεται από αίσθηση προσδοκίας, μια κατάσταση έντονης αναμονής σαν επαγρύπνηση, μια προειδοποιητική προσδοκία που συμβαίνει στην προσπάθεια προστασίας ενάντια στο ξέσπασμα της βασικής κατάστασης αιφνιδιασμού.
Το άγχος προκαλείται από την πρόβλεψη ενός επικίνδυνου γεγονότος με καταστροφικές συνέπειες αλλά ακόμη αποτρέψιμου.
Η ανησυχία γι΄αυτό που πρόκειται να έρθει είναι το μεγάλο τίμημα που πρέπει να πληρώσει ο άνθρωπος για την ικανότητα του να προβλέπει την πορεία των μελλοντικών γεγονότων και να προσαρμόζει τη συμπεριφορά του έτσι ώστε να τα επηρεάζει με ευνοϊκό τρόπο (Χαρτοκόλλης, 1974).
Το άγχος είναι συχνά ένα σημάδι προβλεπόμενης μείωσης της αυτοεκτίμησης. Με αυτή την έννοια το άγχος είναι ένα σήμα κινδύνου για τον αυτοσεβασμό, για τον τρόπο που νιώθει κανείς μπροστά στα σημαντικά πρόσωπα που είναι παρόντα, ακόμα κι αν είναι τα ιδανικά πρόσωπα της παιδικής ηλικίας, και αυτό το σήμα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, οδηγεί στο αναλάβουμε δράση ώστε να αλλάξουμε την κατάσταση, ακόμα κι αν πρόκειται μόνο να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε, προκειμένου να εξασφαλίσουμε τη διατήρηση ενός ικανοποιητικού σεβασμού για τον εαυτό μας.
Οι πιο πρώιμες αντιδράσεις μας στο στρες της ζωής είναι σωματικές και πολλές από αυτές τις αντιδράσεις παραμένουν βασικές στον τρόπο που αντιδρούμε αργότερα. Η αντίδραση μάχης-φυγής-καθήλωσης όταν νιώθουμε κίνδυνο είναι εγγενές κομμάτι της βιολογίας του σώματος.
Όταν πιεζόμαστε συναισθηματικά, το γαστρεντερικό, το κυκλοφορικό, το ανοσοποιητικό και το ενδοκρινικό σύστημα, ενεργοποιούνται διαφορετικά. Όταν η ζωή γίνεται ανυπόφορη, το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να καταρρεύσει. Οι περισσότεροι από εμάς, σε κάποιες περιόδους συναισθηματικής υπερφόρτωσης έχουμε αρρωστήσει. Εξάλλου, σίγουρα γνωρίζουμε ανθρώπους που αντιδρούν στο στρες αρρωσταίνοντας.
Είναι η κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» κατά την οποία τα συναισθήματα συνιστούν σήματα για δράση. Η διέγερση του συναισθήματος υπηρετεί το βιολογικό σκοπό της προετοιμασίας ενός οργανισμού για δράση: φυγή σαν απάντηση στο φόβο, πάλη σαν απάντηση στο θυμό. «Ο έντονος φόβος εκφράζεται με κραυγές, με προσπάθειες διαφυγής, με ταχυπαλμίες και τρέμουλο». Αυτές οι κινήσεις αποτελούν μέρος του φόβου: μέσω αυτών, ο φόβος γίνεται συγκίνηση, επιδεκτικής βαθμιαίας εντατικοποίησης. Αν τις διαγράψετε, τον λίγο πολύ έντονο φόβο θα διαδεχθεί η ιδέα του τρόμου, μια αμιγώς διανοητική αναπαράσταση ενός κινδύνου που επείγει να αποφύγουμε.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό των κρίσεων πανικού είναι η αποτυχία της ψυχικής λειτουργίας να περιέχει το άγχος. Το άγχος εξελίσσεται με διαφορετικούς βαθμούς έντασης. Φτάνει στο αποκορύφωμά του κατά τη διάρκεια της κρίσης πανικού. Ο πανικός είναι διαφορετικός από άλλες μορφές άγχους γιατί ενεργοποιείται αυτόματα, σε βαθμό που παραλύει τη σκέψη και δεν επιτρέπει παρεμβάσεις βασισμένες σε ορθολογικές αποφάσεις. Στη διαφορετική περίπτωση, οι άνθρωποι απλά φοβούνται μια αναμενόμενη επικίνδυνη κατάσταση, όμως ένας τέτοιος φόβος τους επιτρέπει να προβλέπουν τις αντιδράσεις τους και να εξετάζουν τρόπους αποφυγής της κατάστασης.
Ακόμα κι όταν αγχωνόμαστε δεν χάνουμε την ικανότητα να σκεφτόμαστε.
Το άγχος των κρίσεων πανικού έχει ορισμένα χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά που εκδηλώνουν οι άνθρωποι που έχουν υποστεί τραυματικά γεγονότα, αλλά έχει επίσης τα δικά του χαρακτηριστικά, όπως το γεγονός της ξαφνικής εμφάνισης, την τάση επανάληψης, την έλλειψη αναγνώρισης της ακολουθίας των γεγονότων που το προκαλούν ή του τι μπορεί τελικά να προκαλέσει την υποχώρησή του. Ενώ ο πανικός είναι μια κοινή αντίδραση σε ένα τραυματικό συμβάν τη στιγμή που συμβαίνει, η κρίση πανικού παράγει εσωτερική τρομοκρατία και στη συνέχεια την προβάλλει αργότερα σε ένα αντικείμενο ή μια κατάσταση που στην πραγματικότητα είναι απόλυτα ασφαλής.
Η κρίση πανικού, ταυτόχρονα, απαιτεί μια μακρά προετοιμασία που έχει ως αποτέλεσμα μια ιδιότυπη ψυχική κατάσταση, ένα είδος καταθλιπτικής κατάστασης άγνωστη στους ίδιους τους ασθενείς, που τους κάνει να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους σα να είναι χωρίς άμυνα και σε συνεχή κατάσταση συναγερμού.
Τα σωματικά συμπτώματα που έχουν σαφή νευροβιολογική προέλευση δεν συνδέονται άμεσα με την σύγκρουση, αλλά μάλλον με ένα βασικό ψυχολογικό και συναισθηματικό σχηματισμό στον οποίο η λειτουργία του, να περιέχει το άγχος έχει χαθεί.
Η ενεργοποίηση των συμπτωμάτων, που υποστηρίζεται από μια συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ ψυχής και σώματος, συνδέεται με μια μικρο-αυταπάτη (περιορισμένη σε χρόνο και χώρο και συνδέεται με ορισμένα ειδικά αντικείμενα, τόπους ή σκέψεις) που έχει τις ρίζες της σε μοναξιά και αγωνία. Η βιολογικά προκαθορισμένη νευροφυτική αντίδραση, με τη σειρά της, σηματοδοτεί τις τραυματικές κατασκευές της φαντασίας μέσω του καθοριστικού ρόλου του άγχους που προέρχεται από το σώμα (σωματική τρομοκρατία).
Η αγωνιώδης αίσθηση που προκαλείται από τη μη κατανόηση του εαυτού (δεν καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει) προκαλεί μια συσσώρευση άγχους. Αυτό το άγχος, κατά τη διάρκεια της κρίσης, ρέει στο σώμα και βρίσκει έκφραση σε ένα είδος σπλαχνικής γλώσσας, καθιστώντας όλο και πιο δύσκολη την ψυχική αναπαράσταση. Οι φοβίες και οι κρίσεις πανικού είναι απλά συμπτώματα μιας πιο πολύ σύνθετης εικόνας: είναι η έκφραση μιας ελαττωματικής προσωπικότητας (LeDoux J, 2002)..
Συχνά οι κρίσεις πανικού συμβαίνουν κατά τη διάρκεια μιας κρίσης ταυτότητας, σε περιόδους αλλαγής (είναι ιδιαίτερα αυξημένες κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσης και στο πέρασμα στη μέση ηλικία) ή ως ψυχοσωματικές αντιδράσεις σε τραυματικά γεγονότα όπως ο χωρισμός, η επαγγελματική αποσταθεροποίηση, η ασθένεια, η απώλεια.
Το δράμα που βιώνεται κατά τη διάρκεια μιας κρίσης είναι ισοδύναμο με τον πανανθρώπινο φόβο για το άγνωστο, και είναι τέτοιο, διότι το μυαλό ανίκανο να περιέχει τον φόβο, τον διοχετεύει στο σώμα. Στο βαθμό που το μυαλό μπορεί να περιέχει το άγχος, αυτό μπορεί να αναγνωριστεί και να αντιμετωπιστεί για το τι είναι.
Μπορούμε να πούμε πως αισθανόμαστε άγχος ή αγωνία για αυτόν ή εκείνον το λόγο. Όταν, όμως, το μυαλό αποτυγχάνει να εκτελέσει αυτό το καθήκον, το άγχος ξεχειλίζει στο σώμα και γίνεται θανατηφόρος πανικός. Τότε, το άτομο θα σκεφτεί «όχι δεν είμαι ανήσυχος, πεθαίνω». Με άλλα λόγια αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε εδώ είναι ότι η εμπειρία του τρόμου που βιώνει το άτομο κατά την διάρκεια της κρίσης πανικού είναι κοινή με την εμπειρία του τρόμου κατά τη διάρκεια του πραγματικού θανάτου. Κατά τη διάρκεια μια κρίσης πανικού, οσφυαλγία, διάρροια, προκάρδιος πόνος, μετατρέπονται σε αφόρητα συμπτώματα που ακολουθούνται από την κατάρρευση της ικανότητας του μυαλού να τα συγκρατήσει και από το άγχος που εξωθείται βίαια στο σώμα.
Αμυντικοί μηχανισμοί, όπως η χαλάρωση που μας προστατεύει από το υπερβολικό άγχος, φαίνεται ότι είναι εκτός λειτουργίας. Το δέρμα «ανοίγει», το όριο ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό χάνεται και το άγχος κατακλύζει το σώμα. Στη ρίζα της κρίσης πανικού είναι απώλεια επαφής με το σώμα και η προβληματική σχέση με τον χώρο.
Η κλειστοφοβία, το άγχος εισβολής, ή αγοραφοβία, το άγχος αφανισμού σε δημόσιους χώρους και η μοναξιά, απειλούν συνεχώς τα άτομα που έχουν φτωχά δομημένο εαυτό και που υποφέρουν από περιστασιακές κρίσεις πανικού. Ένα κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων που υποφέρουν από κρίσεις πανικού, είναι η ανάγκη να ζουν στο μυαλό κάποιου άλλου, να υπάρχουν μόνο στο βαθμό που θεωρούν ότι είναι ιδανικοί για τους άλλους. Έτσι, η κρίση πανικού εκδηλώνεται ως συνέπεια της διαταραχής στον τομέα της προσωπικής ταυτότητας.
Προκειμένου να απεμπλακεί από την κρίση πανικού, το άτομο χρειάζεται έναν συνομιλητή που να μπορεί να λειτουργήσει ως «δοχείο» άγχους. Ο φόβος απαιτεί άμεση επικοινωνία με έναν ήρεμο και ευαισθητοποιημένο συνομιλητή. Όταν το άτομο φοβάται ότι μια κρίση πανικού πλησιάζει, γίνεται ακριβώς όπως το παιδί που κοιτά το πρόσωπο της μητέρας του με την ελπίδα ότι θα του πει ακριβώς τι συμβαίνει, τι είναι αυτό που το ενοχλεί ή απειλεί το σώμα του και το καθησυχάζει. Αν ο συνομιλητής δεν είναι ευαισθητοποιημένος ή είναι εξίσου αναστατωμένος ή υποβαθμίζει την απειλή, τότε ο φόβος θα φτάσει στο σημείο να γίνει αόριστος τρόμος.
Ακόμα και η παραμικρή εκλογίκευση, ανησυχία ή αμφιβολία μπορεί να ακουστεί ύποπτη και να επιβεβαιώσει τη δυνητικά σωματική φύση του προβλήματος κάνοντας την αγωνία που βιώνει το άτομο, σίγουρη και ανυπόφορη (De Masi F, 2003).
Η ψυχοθεραπεία στοχεύει να παρέμβει σε ένα δομικό επίπεδο και όχι μόνο στο επίπεδο των συμπτωμάτων.
Ο θεραπευόμενος λαμβάνει σοβαρά τον εαυτό του και τον ακούει με προσοχή να αναγνωρίζει, να περιγράφει, να κατανοεί τις αγωνίες που τον συνθλίβουν. Κατά την διάρκεια της θεραπείας μαθαίνει ότι οι συγκεχυμένες και δυσάρεστες συναισθηματικές καταστάσεις μπορούν να ονομαστούν και να αφομοιωθούν ομαλά στη συνείδηση.
Η εμπειρία του ατόμου δεν είναι τόσο ότι «καθρεφτίζεται», όσο ότι οργανώνεται από τη δύναμη των λέξεων να δίνουν μορφή στο χάος. Αυτό σημαίνει ότι βοηθάμε τον θεραπευόμενο να αναπτύξει τη δική του ατομικότητα μέσω της ικανότητας να διαμορφώνει και να διατυπώνει αυτόνομες απόψεις και σκέψεις που θα τον οδηγήσουν στο να μπορεί να βιώνει συναισθηματικές εμπειρίες απαλλαγμένες από λανθασμένες πεποιθήσεις, πλασματικούς περιορισμούς, παρορμητικές αντιδράσεις ή τυφλή υπακοή. Ο θεραπευόμενος αναγνωρίζει (συνειδητοποιεί) αυτό που ήδη γνωρίζει, το τακτοποιεί σταδιακά στη σκέψη του και οδηγείται σε συναισθηματική ανακούφιση.
Πηγή: www.psychology.gr
Του αρθογράφου
Μελέτες δείχνουν ΄ότι η υγεία των ανδρών φαίνεται να απειλείται από τη μακροχρόνια μοναξιά και τους συχνούς χωρισμούς.