Ένα νέο άρθρο στο Annals of Allergy, Asthma and Immunology, το επιστημονικό περιοδικό του American College of Allergy, Asthma & Immunology (ACAAI) φιλοξενεί έρευνα του Πανεπιστημίου του Πίτσμπεργκ που επισημαίνει ότι πολύ λίγος ύπνος, αλλά και περιστασιακά ο υπερβολικός ύπνος, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τους ενήλικες με άσθμα και να τους οδηγήσει σε σχετικές κρίσεις ευκολότερα.
Παλαιότερες έρευνες έχουν δείξει ότι η κακή ποιότητα ύπνου έχει αρνητική επίδραση στα συμπτώματα άσθματος στους εφήβους. Η συγκεκριμένη μελέτη δείχνει ότι οι ενήλικες με άσθμα επηρεάζονται αρνητικά από τον λίγο ύπνο, και μερικές φορές από τον υπερβολικό. Σε σύγκριση με εκείνους που κοιμούνται κανονικά, εκείνοι που κοιμούνται λίγο ή πάρα πολύ είχαν υψηλότερα ποσοστά ατόμων που ανέφεραν ότι είχαν επεισόδιο άσθματος τον τελευταίο χρόνο (45%) έναντι 59% και 51% αντίστοιχα και είχαν περισσότερες ημέρες με κακή σωματική και ψυχική υγεία.
Η μελέτη έβαλε στο μικροσκόπιο 1.389 ενήλικες ηλικίας 20 ετών και άνω που είχαν άσθμα. Από αυτούς το 25,9% κοιμόταν 5 ώρες ή λιγότερο, το 65,9% κοιμόταν 6-8 ώρες και το 8,2% κοιμόταν 9 ή περισσότερες ώρες. Αυτοί που κοιμούνταν λιγότερο είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα επεισοδίου άσθματος, ξηρού βήχα και νοσηλείας κατά τη διάρκεια της νύχτας και συχνότερης ανάγκη για υγειονομική περίθαλψη κατά το τελευταίο έτος σε σύγκριση με εκείνους που κοιμόντουσαν 6-8 ώρες, δηλαδή, κανονικά.
«Ο διαταραγμένος ύπνος σε έναν ασθενή με άσθμα μπορεί να είναι μια κόκκινη σημαία που υποδηλώνει ότι το άσθμα του δεν είναι καλά ελεγχόμενο», επισημαίνεται στο κείμενο, που υποστηρίζει ότι ο επαρκής ύπνος είναι βασικό συστατικό μια συνολικά καλής διαχείρισης του άσθματος.
Πηγή: www.ygeiamou.gr
Του αρθογράφου
Ένα διατροφικό μοντέλο που εγγυάται πως μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο θανάτου των ασθενών με νόσο Πάρκινσον φαίνεται πως βρήκαν οι επιστήμονες
Αυτά είναι τα τρία πολύ αποτελεσματικά βήματα που μπορούμε να κάνουμε για να απαλλαγούμε από την ενοχλητική παλινδρόμηση του περιεχομένου του στομάχου προς τον οισοφάγο
Τι λένε οι ειδικοί σχετικά με την επαναμόλυνση από την νόσο COVID-19;