Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η υγρασία που δημιουργείται στο εσωτερικό της μάσκας από την αναπνοή, μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση αναπνευστικών ασθενειών, όπως η COVID-19.
Η μελέτη διεξήχθη με επικεφαλής ερευνητές από το Εθνικό Ινστιτούτο Διαβήτη και Πεπτικών και Νεφρικών Νοσημάτων των NIH (NIDDK). Έδειξε ότι οι μάσκες προσώπου αυξάνουν σημαντικά την υγρασία στον αέρα τον οποίο εισπνέει ο χρήστης της μάσκας.
Αυτό το αυξημένο επίπεδο υγρασίας στον εισπνεόμενο αέρα θα μπορούσε, σύμφωνα με τους ερευνητές, να εξηγήσει το γιατί η χρήση μάσκας έχει συνδεθεί με μειωμένη σοβαρότητα της COVID-19. Αυτό πιστεύεται ότι συμβαίνει, επειδή η ενυδάτωση της αναπνευστικής οδού είναι γνωστό ότι ωφελεί το ανοσοποιητικό σύστημα. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Biophysical Journal.
«Βρήκαμε ότι οι μάσκες προσώπου αυξάνουν έντονα την υγρασία στον εισπνεόμενο αέρα. Πιστεύουμε ότι η προκύπτουσα ενυδάτωση της αναπνευστικής οδού θα μπορούσε να είναι υπεύθυνη για το τεκμηριωμένο εύρημα που συνδέει τη χαμηλότερη σοβαρότητα της νόσου COVID-19 με τη χρήση μάσκας», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, δρ. Adriaan Bax. «Τα υψηλά επίπεδα υγρασίας έχει αποδειχθεί ότι μετριάζουν τη σοβαρότητα της γρίπης. Μπορεί το ίδιο να ισχύει και για τη σοβαρότητα της COVID-19 μέσω ενός παρόμοιου μηχανισμού».
Τα υψηλά επίπεδα υγρασίας μπορούν να περιορίσουν την εξάπλωση ενός ιού στους πνεύμονες, προάγοντας την κάθαρση των βλεννογόνων. Είναι ένας αμυντικός μηχανισμός που αφαιρεί τη βλέννα -και δυνητικά επιβλαβή σωματίδια μέσα στη βλέννα- από τους πνεύμονες. Τα υψηλά επίπεδα υγρασίας μπορούν επίσης να ενισχύσουν το ανοσοποιητικό σύστημα παράγοντας ειδικές πρωτεΐνες. Αυτές είναι οι ιντερφερόνες, που καταπολεμούν τους ιούς, μια διαδικασία γνωστή ως “απόκριση ιντερφερόνης”. Έχει αποδειχθεί ότι τα χαμηλά επίπεδα υγρασίας επηρεάζουν τόσο την μηχανισμό των βλεννογόνων, όσο και την απόκριση ιντερφερόνης. Αυτό μπορεί να είναι ένας λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν αναπνευστικές λοιμώξεις σε κρύο καιρό.
Οι ερευνητές μέτρησαν το επίπεδο υγρασίας κάνοντας έναν εθελοντή να εισπνεύσει μέσα σε ένα σφραγισμένο χαλύβδινο κουτί. Όταν το άτομο δεν φορούσε μάσκα, οι υδρατμοί της εκπνοής του γέμιζαν το κουτί, οδηγώντας σε ταχεία αύξηση της υγρασίας.
Όταν το άτομο φορούσε μάσκα, η συσσώρευση υγρασίας μέσα στο κουτί μειώθηκε σημαντικά, λόγω του ότι οι περισσότεροι υδρατμοί παραμένουν στην μάσκα, συμπυκνώνονται και εισπνέονται εκ νέου. Για να μην υπάρχει διαρροή, οι μάσκες προσαρμόστηκαν σφιχτά στο πρόσωπο του εθελοντή με αφρώδες ελαστικό υψηλής πυκνότητας. Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν σε τρεις διαφορετικές θερμοκρασίες αέρα, που κυμαίνονται περίπου από 8 έως 37 βαθμούς Κελσίου.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι και οι τέσσερις μάσκες αύξησαν το επίπεδο υγρασίας του εισπνεόμενου αέρα, αλλά σε διαφορετικούς βαθμούς. Σε χαμηλότερες θερμοκρασίες, τα υγραντικά αποτελέσματα όλων των μασκών αυξήθηκαν σημαντικά. Σε όλες τις θερμοκρασίες, η παχιά βαμβακερή μάσκα οδήγησε στο πιο αυξημένο επίπεδο υγρασίας.
“Το αυξημένο επίπεδο υγρασίας είναι κάτι που αισθάνονται οι χρήστες μασκών χωρίς να μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι αυτή η υγρασία μπορεί να είναι πραγματικά καλή για αυτούς”, δήλωσε ο δρ. Bax.
Πηγή: www.iatropedia.gr
Του αρθογράφου
Είναι γνωστό ότι οι μάσκες προσώπου είναι φυσικά εμπόδια και ότι είναι αποτελεσματικές στον περιορισμό της μετάδοσης μικρών αποστάσεων μέσω άμεσης ή έμμεσης επαφής ή εκπομπής σταγονιδίων.